ποδοκέφαλα

ποδοκέφαλα
ποδοκέφαλον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποδοκέφαλο — το / ποδοκέφαλον, ΝΜΑ στον πληθ. τα ποδοκέφαλα το κεφάλι και τα πόδια σφαγμένου αρνιού ή γιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κεφαλή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”